-
1 εὐφημισμός
εὐφημ-ισμός, ὁ,A use of an auspicious word for an inauspicious one, e.g. Εὐμενίδες for Ἐρινύες, εὐφρόνη for νύξ, etc., Eust.1398.52, Demetr. Eloc. 281;κατ' εὐφημισμόν Corn. ND 21
, Hermog.Prog. 7, Palaeph.51, Olymp. in Mete.105.19;ἀπ' εὐφημισμοῦ Phld.Piet. 111
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > εὐφημισμός
См. также в других словарях:
ευφημιστικός — ή, ό [ευφημιστής] 1. αυτός που γίνεται για ευφημία κάποιου, ο εγκωμιαστικός, ο επαινετικός («ευφημιστική βιβλιοκρισία») 2. αυτός που χρησιμοποιείται κατ ευφημισμόν («ευφημιστικός χαρακτηρισμός»). επίρρ... ευφημιστικώς και ά 1. κατά τρόπο… … Dictionary of Greek
καλικάντζαρος — και καλλικάντζαρος και καλιτσάγγαρος και καρκάντζαρος και καρτσάγγαρος, ο (λαογρ.) δαιμόνιο, κακό πνεύμα που σύμφωνα με τη λαϊκή δοξασία εμφανίζεται κατά το δωδεκαήμερο, δηλ. κατά το χρονικό διάστημα από τα Χριστούγεννα ώς τα Θεοφάνεια και… … Dictionary of Greek
μίνθος — (I) μίνθος, ἡ (Α) βλ. μίνθη. (II) μίνθος, ὁ, και μίνθα, ἡ (Α) ανθρώπινη κόπρος. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. μίνθος με επίθημα θος (πρβλ. ὄνθος, σπέλεθος) ίσως σχηματίστηκε από τη λ. μίνθη «μέντα» κατ ευφημισμόν (πρβλ. τη γλώσσα τού Ησυχίου «μίνθα τὸ ἡδύοσμον… … Dictionary of Greek
NUMERUS Par — mali ominis habitus, apud Romanos; impar, plenus et faustior. Solinus c. 1. Graci singulis annis XI. dies et quadrantem detrabebant, eosque octies multiplicatos in annum nonum refervabant, ut contractus nonagenarius numerus in tres menses, per… … Hofmann J. Lexicon universale
καταμύω — (Α) 1. κλείνω τα μάτια (α. «καταμύει τὰ βλέφαρα», Ξεν. β. «καταμύειν ὑπ ἐκπλήξεως», Φιλόστρ.) 2. αποκοιμιέμαι 3. (κατ ευφημισμόν αντί τού καταθνήσκω) πεθαίνω («ἢν ὁ γέρων μόνον καταμύση», Λουκιαν.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + μύω «κλείνω τα μάτια»] … Dictionary of Greek
ξίδι — το (Μ ξίδι και ξίδιν και ὀξίδιον) ξινό υγρό που παρασκευάζεται από μία ποικιλία ποτών, και ιδίως τού κρασιού, ή άλλων αλκοολούχων διαλυμάτων με οξική ζύμωση η οποία τα μετατρέπει σε υγρά που περιέχουν οξικό οξύ και που χρησιμοποιείται ως… … Dictionary of Greek
σπατίλη — και πατίλη, ἡ, Α 1. υδαρές αποπάτημα 2. αποπάτημα, κόπρος 3. μικρά κομμάτια, κοψίδια από δέρμα. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. λ., η οποία εμφανίζει επίθημα ίλη, που απαντά σε λ. τού καθημερινού λεξιλογίου τής Αρχαίας (πρβλ. κον ίλη, μαρ ίλη). Η λ. με … Dictionary of Greek
τρυγόνα — Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 280 μ.) του νομού Καρδίτσας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Δραδότρυπας. * * * η / τρυγών, όνος, ΝΜΑ, και λόγιος τ. τρυγών Ν 1. το πτηνό τρυγόνι 2. κοινή σήμερα ονομασία τών ευρέως διαδεδομένων σελάχιων χονδροϊχθύων τού… … Dictionary of Greek
EUONYMOS — ins. parva ex Aeoliis. Plin. l. 3. c. 9. Ita dicta, quod e Lipara in Siciliam navigantibus sinistra offeratur, nam εὐώνυμα Gr. κατ᾿ εὐφημισμόν vocant sinistra, auctor Strab. l. 6. p. 276. Stromboli Nigro, Vulcanetto Ferrario. Quibusd. Lisia… … Hofmann J. Lexicon universale
άξενος — η, ο (AM ἄξενος, ον, ιων. κ. ποιητ. ἄξεινος, ον) αφιλόξενος αρχ. ‘Αξεινος (ενν. πόντος) αυτός που ονομάστηκε Εύξεινος κατ ευφημισμόν (Πίνδαρος, Ευριπίδης) … Dictionary of Greek
αντίφραση — Σχήμα ρητορικό που σημαίνει τη χρησιμοποίηση μιας έκφρασης, μιας φράσης ή μιας λέξης με την αντίθετη έννοια από αυτή που έχει στην πραγματικότητα. Γίνεται συχνά για ειρωνεία ή κατ’ ευφημισμόν. * * * η λεκτικός τρόπος κατά τον οποίο… … Dictionary of Greek